Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδιάβαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδιάβαστ|ος <-η, -ο> [aˈðjavastɔs] ΕΠΊΘ

1. αδιάβαστος (βιβλίο):

αδιάβαστος

2. αδιάβαστος (μαθητής):

αδιάβαστος

3. αδιάβαστος (αμόρφωτος):

αδιάβαστος

4. αδιάβαστος (που δε διακρίνεται):

αδιάβαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский