Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδηφαγία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδηφαγία [aðifaˈjia] SUBST θηλ

1. αδηφαγία (λαιμαργία):

αδηφαγία

2. αδηφαγία μτφ (απληστία):

αδηφαγία
Gier θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский