Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδειούχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδειούχ|ος <-α, -ο> [aðiˈuxɔs] ΕΠΊΘ

είμαι αδειούχος (έχω άδεια)

Παραδειγματικές φράσεις με αδειούχος

είμαι αδειούχος (έχω άδεια)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский