Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδειανός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδειαν|ός <-ή, -ό> [aðjaˈnɔs] ΕΠΊΘ

αδειανός s. άδειος

Βλέπε και: άδειος

άδει|ος <-α, -ο> [ˈaðjɔs] ΕΠΊΘ

1. άδειος (όχι γεμάτος):

2. άδειος (ελεύθερος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский