Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδάμαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδάμαστ|ος <-η, -ο> [aˈðamastɔs] ΕΠΊΘ

1. αδάμαστος (ζώο):

αδάμαστος

2. αδάμαστος μτφ (θέληση):

αδάμαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский