Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αγορητής , αγοροκόριτσο , αγοραφοβία και αγορανομία

αγορητής (αγορήτρια) [aɣɔriˈtis, aɣɔˈritria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αγορητής (αγορήτρια)
Redner(in) αρσ (θηλ)

αγορανομία [aɣɔranɔˈmia] SUBST θηλ

αγοραφοβία [aɣɔrafɔˈvia] SUBST θηλ

αγοροκόριτσο [aɣɔrɔˈkɔritsɔ] SUBST ουδ

1. αγοροκόριτσο (με εμφάνιση ή τρόπους αγοριού):

2. αγοροκόριτσο (που κάνει παρέα με αγόρια):

Range θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский