Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγκυλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγκυλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [aɲɟiˈlɔnɔ] VERB μεταβ

1. αγκυλώνω (κεντρίζω):

αγκυλώνω

2. αγκυλώνω μτφ (πειράζω):

αγκυλώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский