Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγγείο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγγείο [aɲˈɟiɔ] SUBST ουδ

1. αγγείο (και του αίματος):

αγγείο
Gefäß ουδ
αιμοφόρο αγγείο
Blutgefäß ουδ
αγγείο του δέρματος
Hautgefäß ουδ
λεμφικό αγγείο
Lymphgefäß ουδ
στεφανιαίο αγγείο
στεφανιαίο αγγείο
τριχοειδές αγγείο
τριχοειδές αγγείο
Kapillare θηλ
Hautkapillaren θηλ πλ

2. αγγείο (βάζο):

αγγείο
Vase θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αγγείο

τριχοειδές αγγείο ΑΝΑΤ
Kapillare θηλ
λεμφικό αγγείο
αιμοφόρο αγγείο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский