Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγγαρεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγγαρ|εύω <-εψα, -εμένος> [aŋgaˈrɛvɔ] VERB μεταβ (επιβάλλω καταναγκαστική εργασία)

Παραδειγματικές φράσεις με αγγαρεύω

αγγαρεύω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский