Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγανάχτηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγανάχτησ|η [aɣaˈnaxtisi], αγανάκτησ|η [aɣaˈnaktisi] <-εις> SUBST θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αγανάχτηση

αγανάχτηση από την πολιτική
προκαλώ την αγανάχτηση κάποιου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский