Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγαλλιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγαλλιά|ζω <-σα, -σμένος> [aɣaˈʎazɔ] VERB αμετάβ

αγαλλιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский