Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγάς“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγ|άς <-άδες> [aˈɣas] SUBST αρσ

1. αγάς (Τούρκος):

αγάς
Aga αρσ
ζω σαν αγάς μτφ

2. αγάς μτφ (δεσποτικός, αυταρχικός):

αγάς
Despot αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με αγάς

ζω σαν αγάς μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский