Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αβγατίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αβγατί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [avɣaˈtizɔ] VERB μεταβ (κάνω μεγαλύτερο)

αβγατίζω

II . αβγατί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [avɣaˈtizɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι μεγαλύτερος)

αβγατίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский