Ελληνικά » Γερμανικά

αβανταδόρος (αβανταδόρισσα) [avandaˈðɔrɔs, avandaˈðɔrisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. αβανταδόρος (εικονικός παίκτης, ως δόλωμα):

αβανταδόρος (αβανταδόρισσα)
Lockvogel αρσ

2. αβανταδόρος (βοηθός):

αβανταδόρος (αβανταδόρισσα)
Helfer(in) αρσ (θηλ)

3. αβανταδόρος (ύποπτο άτομο):

αβανταδόρος (αβανταδόρισσα)

μάστορας <μάστοροι [ή μαστόροι] > [ˈmastɔras] SUBST αρσ, μαστόρισσα [masˈtɔrisa] SUBST θηλ

1. μάστορας (αρχιτεχνίτης, δεξιοτέχνης):

Meister(in) αρσ (θηλ)

2. μάστορας (τεχνίτης):

Handwerker(in) αρσ (θηλ)

καβαλάρ|ης <-ηδες> [kavaˈlaris] SUBST αρσ, καβαλάρισσα [kavaˈlarisa] SUBST θηλ

Reiter(in) αρσ (θηλ)

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST αρσ, αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST θηλ

γκαντέμ|ης <-ηδες> [gaˈdɛmis] SUBST αρσ, γκαντέμισσα [gaˈdɛmisa] SUBST θηλ

βαμβακέμπορος [vaɱvaˈcɛmbɔrɔs] SUBST αρσ, βαμβακεμπόρισσα [vaɱvacɛmˈbɔrisa] SUBST θηλ

αυτοκράτορας [aftɔˈkratɔras] SUBST αρσ, αυτοκρατόρισσα, αυτοκράτειρα [aftɔkraˈtɔrisa [ή aftɔˈkratira] ] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский