Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έφεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έφεσ|η <-εις> [ˈɛfɛsi] SUBST θηλ

1. έφεση ΝΟΜ:

έφεση
Berufung θηλ
δίκη θηλ κατ' έφεση

2. έφεση (κλίση):

έφεση προς
Neigung θηλ zu

Παραδειγματικές φράσεις με έφεση

δίκη θηλ κατ' έφεση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский