θάνατος [ˈθanatɔs] SUBST αρσ
έννομ|ος <-η, -ο> [ˈɛnɔmɔs] ΕΠΊΘ
εννο|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛnɔˈɔ] VERB μεταβ
1. εννοώ (θέλω να πω):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.