Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έκβρασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έκβρασμα [ˈɛkvrazma] SUBST ουδ

1. έκβρασμα (που επιπλέει σε θάλασσα ή ποταμό):

έκβρασμα
Treibgut ουδ

2. έκβρασμα (από θάλασσα: στην ξηρά):

έκβρασμα
Strandgut ουδ

3. έκβρασμα (από ποταμό: στην ξηρά):

έκβρασμα

4. έκβρασμα (στην επιφάνεια νερού που βράζει):

έκβρασμα
Schaum αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский