Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άσπρη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άσπρη [ˈaspri] SUBST θηλ

1. άσπρη οικ (ναρκωτικό):

άσπρη
Schnee αρσ

2. άσπρη (ειδικά κοκαΐνη):

άσπρη
Schnee αρσ
άσπρη
Koks αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με άσπρη

άσπρη μέρα
die Ägäis θηλ
die Ägäis θηλ
Weißwal αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский