Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άρθρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άρθρωσ|η <-εις> [ˈarθrɔsi] SUBST θηλ

1. άρθρωση (προφορά των φθόγγων):

άρθρωση
Artikulation θηλ

2. άρθρωση (κλείδωση) ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

άρθρωση
Gelenk ουδ
άρθρωση του αγκώνα
άρθρωση του γόνατος
Kniegelenk ουδ
άρθρωση του ισχίου
Hüftgelenk ουδ
σφαιρική/ένσφαιρη άρθρωση ΜΗΧΑΝΙΚΉ
Kugelgelenk ουδ
άρθρωση του ώμου
ποδοκνημική άρθρωση
Sprunggelenk ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με άρθρωση

ποδοκνημική άρθρωση
ένσφαιρη άρθρωση
άρθρωση του γόνατος
Kniegelenk ουδ
άρθρωση του ισχίου
άρθρωση του ώμου
άρθρωση του αγκώνα
σφαιρική/ένσφαιρη άρθρωση ΜΗΧΑΝΙΚΉ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский