Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άνοιξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άνοιξ|η <-εις> [ˈaniksi] SUBST θηλ

άνοιξη
Frühling αρσ
την άνοιξη

Παραδειγματικές φράσεις με άνοιξη

την άνοιξη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский