Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αρετή , ανέμη , άνεση , ανεμώνη , ανεκτός , καθετή , ανεψιά , γενετή και άνετος

ανέμη [aˈnɛmi] SUBST θηλ

1. ανέμη (για νήμα):

Spule θηλ

2. ανέμη (πετονιάς):

Rolle θηλ

αρετή [arɛˈti] SUBST θηλ

1. αρετή (προτέρημα):

Vorzug αρσ

2. αρετή (ηθικός σεβασμός):

Tugend θηλ
der Weg αρσ der Tugend

ανεκτ|ός <-ή, -ό> [anɛkˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. ανεκτός (υποφερτός):

2. ανεκτός (καλούτσικος):

3. ανεκτός (επιτρεπτός):

ανεμώνα [anɛˈmɔna], ανεμώνη [anɛˈmɔni] SUBST θηλ

γενετή [jɛnɛˈti] SUBST θηλ

ανιψιός [anipˈsçɔs], ανεψιός [anɛpˈsçɔs], ανιψιά [anipˈsça], ανεψιά [anɛpˈsça] SUBST αρσ/θηλ

Neffe αρσ θηλ

καθετή [kaθɛˈti] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский