Ελληνικά » Γερμανικά

άκοπ|ος1 <-η, -ο> [ˈakɔpɔs] ΕΠΊΘ (εύκολος)

άκοπος

άκοπ|ος2 <-η, -ο> [ˈakɔpɔs] ΕΠΊΘ (όχι κομμένος)

άκοπος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский