Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άκαυστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άκαυτ|ος [ˈakaftɔs], άκαυστ|ος [ˈakafstɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. άκαυτος (που δεν έχει καεί):

2. άκαυτος (που δεν μπορεί να καεί):

3. άκαυτος (ανθεκτικό στη φωτιά):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский