Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άκαιρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άκαιρ|ος <-η, -ο> [ˈacɛrɔs] ΕΠΊΘ

1. άκαιρος (ενέργεια, παρέμβαση):

άκαιρος

2. άκαιρος (καρποί):

άκαιρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский