Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άεργος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άεργ|ος <-η, -ο> [ˈaɛrɣɔs] ΕΠΊΘ

1. άεργος (άνεργος):

άεργος

2. άεργος (αδρανής):

άεργος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский