Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άβλαβος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άβλαβ|ος <-η, -ο> [ˈavlavɔs], αβλαβ|ής [avlaˈvis] <-ής, -ές> ΕΠΊΘ

1. άβλαβος (φάρμακο):

άβλαβος

2. άβλαβος (σώος):

άβλαβος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский