Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άβαλτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άβαλτ|ος <-η, -ο> [ˈavaltɔs] ΕΠΊΘ (αφόρετος)

άβαλτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский