Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: σαρακοστή , σαρακοστεύω , σαρκαστής , τεσσαρακοστός και σαρακοστιανός

σαρακοστή [sarakɔsˈti] SUBST θηλ

σαρακοστ|εύω <-εψα> [sarakɔsˈtɛvɔ] VERB αμετάβ

σαρκαστής (σαρκάστρια) [sarkasˈtis, sarˈkastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

σαρακοστιαν|ός <-ή, -ό> [sarakɔstçaˈnɔs] ΕΠΊΘ

τεσσαρακοστ|ός <-ή, -ό> [tɛsarakɔsˈtɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский