Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πράξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πράξ|η <-εις> [ˈpraksi] SUBST θηλ

1. πράξη (ενέργεια):

πράξη
Tat θηλ
gute Tat θηλ
κάνω μια καλή πράξη

2. πράξη (άσκηση, πείρα):

πράξη
Übung θηλ

3. πράξη (σε αντίθεση με τη θεωρία):

πράξη
Praxis θηλ

4. πράξη (έγγραφο):

πράξη
Urkunde θηλ
πράξη δωρεάς

5. πράξη (καταχώριση):

πράξη
Eintragung θηλ

6. πράξη ΘΈΑΤ:

πράξη
Akt αρσ

7. πράξη ΝΟΜ:

νομική πράξη
Rechtsakt αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский