Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οίκος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οίκος [ˈikɔs] SUBST αρσ

1. οίκος (σπίτι):

οίκος
Haus ουδ
οίκος ανοχής
Bordell ουδ
das Weiße Haus ουδ
Heimarbeit θηλ
Heimarbeiter(in) αρσ (θηλ)

2. οίκος (αριστοκρατικό γένος):

οίκος

3. οίκος (επιχείρηση):

οίκος
Firma θηλ
οίκος
Unternehmen ουδ
εκδοτικός οίκος
Verlag αρσ
οίκος μόδας
Modehaus ουδ
οίκος αξιολόγησης αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ratingagentur θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με οίκος

οίκος αρσ δημοπρασιών
οίκος αρσ ευγηρίας
Altenheim ουδ
οίκος αρσ ανοχής
Bordell ουδ
Verlag αρσ
οίκος ανοχής
Bordell ουδ
οίκος μόδας
Modehaus ουδ
das Weiße Haus ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский