Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μέση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μέση [ˈmɛsi] SUBST θηλ

2. μέση (όπου δένεται η ζώνη):

μέση
Taille θηλ

3. μέση (οσφύς):

μέση
Kreuz ουδ

4. μέση (ρούχου):

μέση
Taille θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский