Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοινωνία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοινωνία [cinɔˈnia] SUBST θηλ

1. κοινωνία (σύνολο ανθρώπων):

κοινωνία
Gesellschaft θηλ
καταναλωτική κοινωνία
κοινωνία της αφθονίας
κοινωνία της πληροφορίας
ταξική κοινωνία
αταξική κοινωνία

2. κοινωνία ΘΡΗΣΚ:

κοινωνία
Abendmahl ουδ
κοινωνία
Kommunion θηλ
θεία κοινωνία

Παραδειγματικές φράσεις με κοινωνία

κοινωνία θηλ κινδύνων
κοινωνία θηλ συγκληρονόμων
αγία κοινωνία
καταναλωτική κοινωνία
ταξική κοινωνία
αταξική κοινωνία
θεία κοινωνία
κοινωνία θηλ της πληροφορίας
κοινωνία θηλ του Διαδικτύου
κοινωνία θηλ της αφθονίας
κοινωνία της αφθονίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский