Ελληνικά » Γερμανικά

χέρι [ˈçɛri] SUBST ουδ

1. χέρι (από τους καρπούς και κάτω):

χέρι
Hand θηλ
Finger weg (von …)!
κόλλα το (χέρι)!
an etw αιτ mit Hand anlegen
έχω το πάνω χέρι
πάω από χέρι σε χέρι
έχω μακρύ χέρι
περπατούσαν χέρι-χέρι

3. χέρι (λαβή):

χέρι
Griff αρσ

4. χέρι (στο βάψιμο):

χέρι
Anstrich αρσ
πρώτο χέρι
Grundanstrich αρσ

5. χέρι (σε έρευνα, διάβασμα: πέρασμα):

χέρι
Durchgang αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский