Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καρφί“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καρφί [karˈfi] SUBST ουδ

2. καρφί μτφ:

καρφί
Spitzel αρσ
καρφί
Verräter(in) αρσ (θηλ)

3. καρφί (μπαλιά στο τένις):

καρφί
Schmetterball αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский