Γερμανικά » Ελληνικά

Los <-es, -e> [loːs] SUBST ουδ

lose [ˈloːzə] ΕΠΊΘ

3. lose (bei Waren: unverpackt):

Παραδειγματικές φράσεις με loses

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский