Γερμανικά » Ελληνικά

II . glauben [ˈglaʊbən] VERB αμετάβ ΘΡΗΣΚ

Glauben <-s> SUBST αρσ

Glauben ενικ s. Glaube

Βλέπε και: Glaube

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Du glaubst nicht, was für Plunder.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский