Γερμανικά » Ελληνικά

geprüft ΕΠΊΘ ΝΟΜ

prüfen [ˈpryːfən] VERB μεταβ

1. prüfen ΤΕΧΝΟΛ:

3. prüfen (Vorschlag, Plan):

4. prüfen ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

Παραδειγματικές φράσεις με geprüfter

ein schwer geprüfter Vater

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский