Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Schnelleingreifeinheit“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Schnellgericht και Schnelligkeit

Schnelligkeit <-, -en> SUBST θηλ

1. Schnelligkeit (Geschwindigkeit):

2. Schnelligkeit (Schnellsein):

Schnellgericht <-(e)s, -e> SUBST ουδ

1. Schnellgericht ΝΟΜ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский