Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Pkw-Fahrer“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Pkw-Fahrer(in) αρσ (θηλ)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Dabei wurde festgestellt, dass ältere Pkw-Fahrer ihre nachlassende Leistungsfähigkeit durch die Anpassung der Fahrweise kompensieren.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Pkw-Fahrer" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский