Γερμανικά » Ελληνικά

muhen [ˈmuːən] VERB αμετάβ

mühen [ˈmyːən] VERB αυτοπ ρήμα

mühen sich mühen:

Παραδειγματικές φράσεις με Müh

mit Müh und Not

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский