Γερμανικά » Ελληνικά

Eingemachte(s) <-n> SUBST ουδ ενικ

II . ein|machen VERB αμετάβ (in die Hose)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский