Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Berufungskläger“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Berufungskläger(in) <-s, -> SUBST αρσ(θηλ) ΝΟΜ

Berufungskläger(in)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Das „monatelange Beharren des Berufungsklägers war umsonst gewesen“.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Berufungskläger" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский