Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „όργανο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

όργανο [ˈɔrɣanɔ] SUBST ουδ

1. όργανο ΒΙΟΛ:

όργανο
Organ ουδ
αισθητήριο όργανο
Sinnesorgan ουδ
Atmungsorgan ουδ
όργανο του Corti
Corti-Organ ουδ
όργανο του Corti
Cortisches Organ ουδ
ομόλογο όργανο
homologes Organ ουδ

2. όργανο (συσκευή):

όργανο
Apparat αρσ
όργανο
Gerät ουδ
καταγραφικό όργανο
Laborgerät ουδ

3. όργανο ΜΟΥΣ:

όργανο
Instrument ουδ
έγχορδο όργανο
πνευστό όργανο
κρουστό όργανο

4. όργανο (αρμόνιο):

όργανο
Orgel θηλ

5. όργανο μτφ (μέσο):

όργανο
Mittel ουδ

6. όργανο μτφ (εργαλείο):

όργανο
Werkzeug ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με όργανο

όργανο ουδ εκτέλεσης
οσφρητικό όργανο
Hilfsorgan ουδ
θεσμικό όργανο
εκτελεστικό όργανο ΟΙΚΟΝ
εταιρικό όργανο
έγχορδο όργανο
πνευστό όργανο
κρουστό όργανο
ομόλογο όργανο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский