Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπερήφανος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπερήφανος

υπερήφανος s. περήφανος

Βλέπε και: περήφανος

περήφαν|ος <-η, -ο> [pɛˈrifanɔs] ΕΠΊΘ

1. περήφανος:

2. περήφανος (αλαζονικός):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский