Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παλιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παλιώ|νω <-σα, -μένος> [paˈʎɔnɔ] VERB μεταβ (κάνω παλιό)

παλιώνω

II . παλιώ|νω <-σα, -μένος> [paˈʎɔnɔ] VERB αμετάβ

1. παλιώνω (γίνομαι παλιός):

παλιώνω

2. παλιώνω (ρούχα: φθείρομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский