Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παιδιαρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παιδιαρί|ζω <-σα> [pɛðjaˈrizɔ] VERB αμετάβ

παιδιαρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский