Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παθητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παθητικ|ός <-ή, -ό> [paθitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. παθητικός (όχι ενεργητικός):

παθητικός
Passiv ουδ

2. παθητικός (με πάθος):

παθητικός

3. παθητικός (με υπερβολικό πάθος):

παθητικός

Παραδειγματικές φράσεις με παθητικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский