Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μικρό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μικρό [miˈkrɔ] SUBST ουδ

1. μικρό (παιδάκι):

μικρό
Kleines ουδ

2. μικρό (ζώου):

μικρό
Junges ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με μικρό

μικρό όνομα
Vorname αρσ
Nachsommer αρσ
Kleinwagen αρσ
ξανάγινε μικρό
μικρό γράμμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский