Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μανιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μανιακ|ός <-ή, -ό> [maniaˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μανιακός (τρελός, παράφορος):

μανιακός

2. μανιακός (ναρκωτικών κτλ):

μανιακός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский