Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μανιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μανιά|ζω <-σα, -σμένος> [maˈnazɔ] VERB αμετάβ

1. μανιάζω (άνθρωπος):

μανιάζω

2. μανιάζω (θάλασσα, άνεμος):

μανιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский